ανομοιόσχημος
Смотреть что такое "ανομοιόσχημος" в других словарях:
ανομοιόσχημος — η, ο (Α ἀνομοιόσχημος, ον και ἀνομοιοσχήμων, ον) διαφορετικός κατά το σχήμα, τη μορφή νεοελλ. αυτός που συγκροτείται από ανόμοια κατά το σχήμα μέρη … Dictionary of Greek
ανομοιόσχημος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει το ίδιο σχήμα με έναν άλλο: Τα σπίτια εδώ έχουν επίτηδες χτιστεί ανομοιόσχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ετερόρρυθμος — η, ο (Α ἑτερόρρυθμος, ον και ιων. τ. ἑτερόρρυσμος, ον) αυτός που έχει ρυθμό διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή διαφορετικό από τον ρυθμό ενός άλλου νεοελλ. 1. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόσχημος 2. φρ. α) «ετερόρρυθμη εταιρεία»… … Dictionary of Greek